κάρπης

κάρπης
ο, θηλ. κάρπισσα, ουδ. κάρπικο
ο κάλπης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κάλπης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κάρπης — Κάρπις fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρπης — καρπέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Goumenissa — Γουμένισσα Goumenissa Location …   Wikipedia

  • Γουμένισσας, δήμος — Δήμος (6.819 κάτ.) του νομού Κιλκίς, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, τις πρώην κοινότητες Γρίβας, Κάρπης, Καστανερής και Φιλυρίας, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον συνοικισμό Στάθη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”